κακανθρωπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακανθρωπίζω < μεσαιωνική ελληνική κακανθρωπίζω

Ρήμα

κακανθρωπίζω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κακανθρωπίζω < αρχαία ελληνική κακός + ἄνθρωπος

Ρήμα

κακανθρωπίζω

  1. γίνομαι κακός
  2. βρικολακιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.