καρτζά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καρτζά <  δείτε τη λέξη καρτέσιον λείπει η ετυμολογία
Διαφορετικού ετύμου το κάρτζα  δείτε τη λέξη κάλτσα

Ουσιαστικό

καρτζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (νόμισμα) χρήματα «των χεριών», μικρής αξίας κέρματα
  2. (γενικά) τα χρήματα

  • στον ενικό: καρτέσιον [1]

Συγγενικά

  • καρτέσιον
  • καρτσίν & τὰ καρσά, τὰ καρτσά

 και δείτε τις λέξεις κάρτον και κάρτος

Αναφορές

  1. σελ. 224 -  Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.