κάμπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkam.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάμ‐το‐μαι
- ομόηχο: κάμπτομε
Ρήμα
κάμπτομαι, π.αόρ.: κάμφθηκα, μτχ.π.π.: κεκαμμένος, (ενεργ.: κάμπτω)
- παθητική φωνή του ρήματος κάμπτω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.