ισοφαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοφαρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ισοφαρίζω
- (αθλητισμός) επανέρχομαι στο ίδιο αποτέλεσμα που είχε ο αντίπαλός μου, πετυχαίνω την ισοπαλία στο παιχνίδι
Συγγενικά
- ισοφαρίζομαι
- ισοφάριση
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ισοφαρίζω | ισοφάριζα | θα ισοφαρίζω | να ισοφαρίζω | ισοφαρίζοντας | |
| β' ενικ. | ισοφαρίζεις | ισοφάριζες | θα ισοφαρίζεις | να ισοφαρίζεις | ισοφάριζε | |
| γ' ενικ. | ισοφαρίζει | ισοφάριζε | θα ισοφαρίζει | να ισοφαρίζει | ||
| α' πληθ. | ισοφαρίζουμε | ισοφαρίζαμε | θα ισοφαρίζουμε | να ισοφαρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ισοφαρίζετε | ισοφαρίζατε | θα ισοφαρίζετε | να ισοφαρίζετε | ισοφαρίζετε | |
| γ' πληθ. | ισοφαρίζουν(ε) | ισοφάριζαν ισοφαρίζαν(ε) |
θα ισοφαρίζουν(ε) | να ισοφαρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ισοφάρισα | θα ισοφαρίσω | να ισοφαρίσω | ισοφαρίσει | ||
| β' ενικ. | ισοφάρισες | θα ισοφαρίσεις | να ισοφαρίσεις | ισοφάρισε | ||
| γ' ενικ. | ισοφάρισε | θα ισοφαρίσει | να ισοφαρίσει | |||
| α' πληθ. | ισοφαρίσαμε | θα ισοφαρίσουμε | να ισοφαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ισοφαρίσατε | θα ισοφαρίσετε | να ισοφαρίσετε | ισοφαρίστε | ||
| γ' πληθ. | ισοφάρισαν ισοφαρίσαν(ε) |
θα ισοφαρίσουν(ε) | να ισοφαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ισοφαρίσει | είχα ισοφαρίσει | θα έχω ισοφαρίσει | να έχω ισοφαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ισοφαρίσει | είχες ισοφαρίσει | θα έχεις ισοφαρίσει | να έχεις ισοφαρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ισοφαρίσει | είχε ισοφαρίσει | θα έχει ισοφαρίσει | να έχει ισοφαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ισοφαρίσει | είχαμε ισοφαρίσει | θα έχουμε ισοφαρίσει | να έχουμε ισοφαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ισοφαρίσει | είχατε ισοφαρίσει | θα έχετε ισοφαρίσει | να έχετε ισοφαρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ισοφαρίσει | είχαν ισοφαρίσει | θα έχουν ισοφαρίσει | να έχουν ισοφαρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.