ισοσύλλαβα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισοσύλλαβα < ισοσύλλαβος + -α < ελληνιστική κοινή ἰσοσύλλαβος
Μεταφράσεις
ισοσύλλαβα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ισοσύλλαβα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισοσύλλαβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.