θολερότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θολερότης αἱ θολερότητες
      γενική τῆς θολερότητος τῶν θολεροτήτων
      δοτική τῇ θολερότητ ταῖς θολερότησ(ν)
    αιτιατική τὴν θολερότητ τὰς θολερότητᾰς
     κλητική ! θολερότης θολερότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θολερότητε
γεν-δοτ τοῖν  θολεροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θολερότης < θολερό(ς) + -της

Ουσιαστικό

θολερότης θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.