θολερότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | θολερότης | αἱ | θολερότητες |
| γενική | τῆς | θολερότητος | τῶν | θολεροτήτων |
| δοτική | τῇ | θολερότητῐ | ταῖς | θολερότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | θολερότητᾰ | τὰς | θολερότητᾰς |
| κλητική ὦ! | θολερότης | θολερότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θολερότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θολεροτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θολός
Πηγές
- θολερότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.