θερμαντός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θερμαντός θερμαντή τὸ θερμαντόν
      γενική τοῦ θερμαντοῦ τῆς θερμαντῆς τοῦ θερμαντοῦ
      δοτική τῷ θερμαντ τῇ θερμαντ τῷ θερμαντ
    αιτιατική τὸν θερμαντόν τὴν θερμαντήν τὸ θερμαντόν
     κλητική ! θερμαντέ θερμαντή θερμαντόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θερμαντοί αἱ θερμανταί τὰ θερμαντᾰ́
      γενική τῶν θερμαντῶν τῶν θερμαντῶν τῶν θερμαντῶν
      δοτική τοῖς θερμαντοῖς ταῖς θερμανταῖς τοῖς θερμαντοῖς
    αιτιατική τοὺς θερμαντούς τὰς θερμαντᾱ́ς τὰ θερμαντᾰ́
     κλητική ! θερμαντοί θερμανταί θερμαντᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θερμαντώ τὼ θερμαντᾱ́ τὼ θερμαντώ
      γεν-δοτ τοῖν θερμαντοῖν τοῖν θερμανταῖν τοῖν θερμαντοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμαντός < θερμαίνω + -τός

Επίθετο

θερμαντός, -ή, -όν

  1. που δέχεται θερμότητα
  2. που μπορεί να θερμανθεί

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.