θαλασσόπληκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θαλασσόπληκτος τὸ θαλασσόπληκτον
      γενική τοῦ/τῆς θαλασσοπλήκτου τοῦ θαλασσοπλήκτου
      δοτική τῷ/τῇ θαλασσοπλήκτ τῷ θαλασσοπλήκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν θαλασσόπληκτον τὸ θαλασσόπληκτον
     κλητική ! θαλασσόπληκτε θαλασσόπληκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θαλασσόπληκτοι τὰ θαλασσόπληκτ
      γενική τῶν θαλασσοπλήκτων τῶν θαλασσοπλήκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς θαλασσοπλήκτοις τοῖς θαλασσοπλήκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θαλασσοπλήκτους τὰ θαλασσόπληκτ
     κλητική ! θαλασσόπληκτοι θαλασσόπληκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θαλασσοπλήκτω τὼ θαλασσοπλήκτω
      γεν-δοτ τοῖν θαλασσοπλήκτοιν τοῖν θαλασσοπλήκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαλασσόπληκτος < θαλασσό- + -πληκτος (πλήσσω)

Επίθετο

θαλασσόπληκτος, -ος, -ον

  • που τον πλήττει η θάλασσα
    θαλασσόπληκτος νῆσος (Αισχύλος, Πέρσαι 307)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.