θαλασσόπληκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θαλασσόπληκτος | τὸ | θαλασσόπληκτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θαλασσοπλήκτου | τοῦ | θαλασσοπλήκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θαλασσοπλήκτῳ | τῷ | θαλασσοπλήκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θαλασσόπληκτον | τὸ | θαλασσόπληκτον | ||
| κλητική ὦ! | θαλασσόπληκτε | θαλασσόπληκτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θαλασσόπληκτοι | τὰ | θαλασσόπληκτᾰ | ||
| γενική | τῶν | θαλασσοπλήκτων | τῶν | θαλασσοπλήκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θαλασσοπλήκτοις | τοῖς | θαλασσοπλήκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θαλασσοπλήκτους | τὰ | θαλασσόπληκτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | θαλασσόπληκτοι | θαλασσόπληκτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλασσοπλήκτω | τὼ | θαλασσοπλήκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θαλασσοπλήκτοιν | τοῖν | θαλασσοπλήκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
θαλασσόπληκτος, -ος, -ον
- που τον πλήττει η θάλασσα
- θαλασσόπληκτος νῆσος (Αισχύλος, Πέρσαι 307)
Πηγές
- θαλασσόπληκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαλασσόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.