ηλεκτρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηλεκτρίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électriser < αρχαία ελληνική ἤλετρον
Ρήμα
ηλεκτρίζω
- προκαλώ τη ροή ηλεκτρικού σώματος μέσα από ένα σώμα
- προκαλώ ένα μικρό ηλεκτρικό σοκ στο ανθρώπινο σώμα
- (μεταφορικά) προκαλώ συγκίνηση και ενθουσιασμό
- η εμφάνιση του τραγουδιστή στη σκηνή ηλέκτρισε τα πλήθη
- (μεταφορικά) προκαλώ ένταση
- τα άσχημα σχόλια του ομιλητή ηλέκτρισαν την ατμόσφαιρα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ηλεκτρίζω | ηλέκτριζα | θα ηλεκτρίζω | να ηλεκτρίζω | ηλεκτρίζοντας | |
| β' ενικ. | ηλεκτρίζεις | ηλέκτριζες | θα ηλεκτρίζεις | να ηλεκτρίζεις | ηλέκτριζε | |
| γ' ενικ. | ηλεκτρίζει | ηλέκτριζε | θα ηλεκτρίζει | να ηλεκτρίζει | ||
| α' πληθ. | ηλεκτρίζουμε | ηλεκτρίζαμε | θα ηλεκτρίζουμε | να ηλεκτρίζουμε | ||
| β' πληθ. | ηλεκτρίζετε | ηλεκτρίζατε | θα ηλεκτρίζετε | να ηλεκτρίζετε | ηλεκτρίζετε | |
| γ' πληθ. | ηλεκτρίζουν(ε) | ηλέκτριζαν ηλεκτρίζαν(ε) |
θα ηλεκτρίζουν(ε) | να ηλεκτρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ηλέκτρισα | θα ηλεκτρίσω | να ηλεκτρίσω | ηλεκτρίσει | ||
| β' ενικ. | ηλέκτρισες | θα ηλεκτρίσεις | να ηλεκτρίσεις | ηλέκτρισε | ||
| γ' ενικ. | ηλέκτρισε | θα ηλεκτρίσει | να ηλεκτρίσει | |||
| α' πληθ. | ηλεκτρίσαμε | θα ηλεκτρίσουμε | να ηλεκτρίσουμε | |||
| β' πληθ. | ηλεκτρίσατε | θα ηλεκτρίσετε | να ηλεκτρίσετε | ηλεκτρίστε | ||
| γ' πληθ. | ηλέκτρισαν ηλεκτρίσαν(ε) |
θα ηλεκτρίσουν(ε) | να ηλεκτρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ηλεκτρίσει | είχα ηλεκτρίσει | θα έχω ηλεκτρίσει | να έχω ηλεκτρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ηλεκτρίσει | είχες ηλεκτρίσει | θα έχεις ηλεκτρίσει | να έχεις ηλεκτρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ηλεκτρίσει | είχε ηλεκτρίσει | θα έχει ηλεκτρίσει | να έχει ηλεκτρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ηλεκτρίσει | είχαμε ηλεκτρίσει | θα έχουμε ηλεκτρίσει | να έχουμε ηλεκτρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ηλεκτρίσει | είχατε ηλεκτρίσει | θα έχετε ηλεκτρίσει | να έχετε ηλεκτρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ηλεκτρίσει | είχαν ηλεκτρίσει | θα έχουν ηλεκτρίσει | να έχουν ηλεκτρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.