ζυμόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζυμόω < αρχαία ελληνική ζύμη < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)

Ρήμα

ζυμόω

  1. (ελληνιστική κοινή) προξενώ ζύμωση
  2. (ελληνιστική κοινή) (μεταφορικά) προξενώ αναβρασμό, αναστατώνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.