ζιβάγκο

Νέα ελληνικά (el)

Γιακάς ζιβάγκο.

Ετυμολογία

ζιβάγκο < (άμεσο δάνειο) αγγλική Zhivago (τίτλος της ταινίας Doctor Zhivago (1965), όπου ο ήρωας φοράει πουλόβερ με τέτοιο γιακά) < ρωσική Живаго (όνομα του ήρωα στο μυθιστόρημα Δόκτωρ Ζιβάγκο (1957) του ρώσου Μπορίς Παστερνάκ

Προφορά

ΔΦΑ : /ziˈva.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζιβάγκο

Ουσιαστικό

ζιβάγκο ουδέτερο άκλιτο

  1. (ενδυμασία) κλειστός κι ανυψωμένος γιακάς που τυλίγει γύρω από το λαιμό, καλύπτοντάς τον
  2. (συνεκδοχικά) είδος μπλούζας ή πουλόβερ που φοριέται κυρίως το χειμώνα κι έχει τον παραπάνω γιακά

  • ζιβάγγο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.