εὔνως
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
εὔνως
- με ευνοϊκό ή φιλικό τρόπο
- κἀκεῖνοι γνόντες ὑπὸ τῶν Γαλιλαίων κεκρίσθαι με πολέμιον καὶ αὐτοὶ ψηφίσωνται· γενομένου γὰρ τούτου καὶ τοὺς εὔνως ἔχοντάς μοι Γαλιλαίους ἐγκαταλείψειν ἔφη φοβηθέντας. (Ιώσηπος Φλάβιος, Ἰωσήπου βίος, 237, 6)
εὐνούστερον | εὐνούστατα | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.