εὐχέτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐχέτης οἱ εὐχέται
      γενική τοῦ εὐχέτου τῶν εὐχετῶν
      δοτική τῷ εὐχέτ τοῖς εὐχέταις
    αιτιατική τὸν εὐχέτην τοὺς εὐχέτᾱς
     κλητική ! εὐχέτ εὐχέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐχέτ
γεν-δοτ τοῖν  εὐχέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐχέτης < εὔχ(ομαι) + -έτης [1]

Ουσιαστικό

εὐχέτης αρσενικό

Παράγωγα

  • ἀπεύχετος
  • εὐχετάομαι / εὐχετῶμαι
  • εὐχετικός
  • πολυεύχετος

Αναφορές

  1. εύχομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.