εὐετηρία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐετηρί αἱ εὐετηρίαι
      γενική τῆς εὐετηρίᾱς τῶν εὐετηριῶν
      δοτική τῇ εὐετηρί ταῖς εὐετηρίαις
    αιτιατική τὴν εὐετηρίᾱν τὰς εὐετηρίᾱς
     κλητική ! εὐετηρί εὐετηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐετηρί
γεν-δοτ τοῖν  εὐετηρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐετηρία < εὖ + ἐτήρ + -ία < ἔτος

Ουσιαστικό

εὐετηρία θηλυκό

  1. ευετηρία
  2. (κατ’ επέκταση) ευτυχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.