επιδράμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδράμω < αρχαία ελληνική ἐπέδραμον, βʹ αόριστος τού ἐπιτρέχω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈðɾa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδράμω

Ρήμα

επιδράμω

  1. επιτίθεμαι, κάνω επιδρομή
  2. σπεύδω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.