εξώτερον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξώτερον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξώτερον, ουδέτερο του ἐξώτερος < αρχαία ελληνική ἔξω
- το σκότος το εξώτερον: από την ευαγγελική φράση «οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ηʹ, 12)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkso.te.ɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξώ‐τε‐ρον
Εκφράσεις
- το σκότος το εξώτερον: η Κόλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.