εξώπροικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εξώπροικα
      γενική των εξώπροικων
    αιτιατική τα εξώπροικα
     κλητική εξώπροικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξώπροικα < εξώπροικος < εξώ- + προίκα

Ουσιαστικό

εξώπροικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (μεσαιωνική ελληνική & ιδιωματικό, νομικός όρος) περιουσία της συζύγου που δεν δόθηκε ως προίκα στον σύζυγο, αποτελώντας ιδία αυτής περιουσία.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.