εξεμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξεμώ < αρχαία ελληνική ἐξεμέω / ἐξεμῶ < ἐμέω / ἐμῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kseˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξεμώ

Ρήμα

εξεμώ

  1. (λόγιο) κάνω εμετό
  2. (λόγιο) αραδιάζω
    εξεμώ ύβρεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.