εν όρμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν όρμω < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅρμῳ (δοτική ενικού του ὅρμος)  δείτε τις λέξεις εν, όρμος και όρμιση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν όρμω

Αντώνυμα

  • ἐνορμῶ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.