εν εκτάσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν εκτάσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἐκτάσει (δοτική ενικού του ἔκτασις)  δείτε τις λέξεις εν και έκταση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν εκτάσει

  • (λόγιο) σε έκταση, εκτεταμένα, με πολλά λόγια, αναλυτικά
    το θέμα εξετάσθηκε εν εκτάσει, με όλες τις σχετικές παραμέτρους του

Συνώνυμα

  • εν αναλύσει

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.