ενταύθα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενταύθα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνταῦθα (εδώ, εκεί)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈda.fθa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νταύ‐θα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐ταύ‐θα
Σημειώσεις
- χρησιμοποιειόταν στην καθαρεύουσα κυρίως σε διευθύνσεις για να προσδιορίσει την ίδια πόλη με του αποστολέα
Μεταφράσεις
ενταύθα
|
|
Αναφορές
- ενταύθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.