εντάσεως κεφαλαίου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντάσεως κεφαλαίου < → δείτε τις λέξεις ένταση και κεφάλαιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική capital-intensive
Πολυλεκτικός όρος
εντάσεως κεφαλαίου
- (οικονομία) επιχείρηση που η λειτουργίας της βασίζεται στην ύπαρξη κεφαλαίων (πχ. επενδυτική) παρά σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων ή σε σημαντική χειρωνακτική εργασία
- έντασης κεφαλαίου
Αντώνυμα
- έντασης εργασίας, εντάσεως εργασίας
Μεταφράσεις
εντάσεως κεφαλαίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.