εντάσεως εργασίας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εντάσεως εργασίας <  δείτε τις λέξεις ένταση και εργασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική labor-intensive ή work-intensive

Πολυλεκτικός όρος

εντάσεως εργασίας

  • (οικονομία) επιχείρηση που η λειτουργίας της βασίζεται σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων ή σε σημαντική χειρωνακτική εργασία παρά στην ύπαρξη κεφαλαίων

  • έντασης εργασίας

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.