απενεργοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απενεργοποιώ < απ- + ενεργοποιώ
Ρήμα
απενεργοποιώ (παθητικό: απενεργοποιούμαι)
- διακόπτω τη λειτουργία μιας συσκευής, κλείνω
- παρακαλείστε πριν την έναρξη της παράστασης να απενεργοποιήσετε τα κινητά σας τηλέφωνα
- ακυρώνω τη δυνατότητα να ενεργοποιηθεί μια διαδικασία
- ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απενεργοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.