ελαμικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ελαμικά | ||
| γενική | των | ελαμικών | ||
| αιτιατική | τα | ελαμικά | ||
| κλητική | ελαμικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελαμικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελαμικός στον πληθυντικό < Ελάμ + -ικός. Δείτε και ελαμιτικός
Ουσιαστικό
ελαμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.