ελαμικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ελαμικά
      γενική των ελαμικών
    αιτιατική τα ελαμικά
     κλητική ελαμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαμικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελαμικός στον πληθυντικό < Ελάμ + -ικός. Δείτε και ελαμιτικός

Ουσιαστικό

ελαμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • εξαφανισμένη γλώσσα που μιλιόταν στην αρχαία Περσία, στη χώρα του Ελάμ περίπου από το 2600 έως το 330 πΚΕ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.