εκκαλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκκαλώ < αρχαία ελληνική ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ

Ρήμα

εκκαλώ

  1. (νομικός όρος) εφεσιβάλλω
     δείτε τη λέξη αναιρεσιβάλλω
  2. (παρωχημένο) καλώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.