εθιστικοί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.θi.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θι‐στι‐κοί
- ομόηχο: εθιστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εθιστικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εθιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.