δύσμηνις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| δυσμηνῐδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δύσμηνῐς | τὸ | δύσμηνῐ | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσμήνῐδος | τοῦ | δυσμήνῐδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσμήνῐδῐ | τῷ | δυσμήνῐδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δύσμηνιν | τὸ | δύσμηνῐ | ||
| κλητική ὦ! | δύσμηνῐς ή δύσμηνῐ* |
δύσμηνῐ | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσμήνῐδες | τὰ | δυσμήνῐδᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυσμηνῐ́δων | τῶν | δυσμηνῐ́δων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δύσμηνῐσῐ(ν) | τοῖς | δύσμηνῐσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσμήνῐδᾰς | τὰ | δυσμήνῐδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δυσμήνῐδες | δυσμήνιδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσμήνῐδε | τὼ | δυσμήνῐδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσμηνῐ́δοιν | τοῖν | δυσμηνῐ́δοιν | ||
| * Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- δύσμηνις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσμηνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.