δωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δωρῶ (δωρέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐ρώ
- τονικό παρώνυμο: δώρο
Μεταφράσεις
δωρώ
|
Πηγές
- δωρώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- δωρῶ, -έω σελ.2187 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.