δυαδικό ψηφίο τροποποίησης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυαδικό ψηφίο τροποποίησης < → δείτε τις λέξεις δυαδικό ψηφίο και τροποποίηση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bit de modification
Πολυλεκτικός όρος
δυαδικό ψηφίο τροποποίησης
- (πληροφορική) δυαδικό ψηφίο (bit) που όταν έχει την τιμή 1 δηλώνει ότι συγκεκριμένη περιοχή (σελίδα, block) της κύριας μνήμης έχει υποστεί αλλαγές [1]
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
δυαδικό ψηφίο τροποποίησης
Αναφορές
- Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 26. Πρόσβαση 2020-12-14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.