δολίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δολίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δολίως. Συγχρονικά αναλύεται σε δόλι(ος) + -ως

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δολίως
τονικό παρώνυμο: δόλιος (χωρίς συνίζηση, στη σημασία: «πανούργος»)

Επίρρημα

δολίως

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δολίως < δόλι(ος) + -ως

Επίρρημα

δολίως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.