δισσός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δισσός δισσή τὸ δισσόν
      γενική τοῦ δισσοῦ τῆς δισσῆς τοῦ δισσοῦ
      δοτική τῷ δισσ τῇ δισσ τῷ δισσ
    αιτιατική τὸν δισσόν τὴν δισσήν τὸ δισσόν
     κλητική ! δισσέ δισσή δισσόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δισσοί αἱ δισσαί τὰ δισσᾰ́
      γενική τῶν δισσῶν τῶν δισσῶν τῶν δισσῶν
      δοτική τοῖς δισσοῖς ταῖς δισσαῖς τοῖς δισσοῖς
    αιτιατική τοὺς δισσούς τὰς δισσᾱ́ς τὰ δισσᾰ́
     κλητική ! δισσοί δισσαί δισσᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δισσώ τὼ δισσᾱ́ τὼ δισσώ
      γεν-δοτ τοῖν δισσοῖν τοῖν δισσαῖν τοῖν δισσοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δισσός < δίς

Επίθετο

δισσός, -ή, -όν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.