δικλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δικλίς | αἱ | δικλίδες |
| γενική | τῆς | δικλίδος | τῶν | δικλίδων |
| δοτική | τῇ | δικλίδῐ | ταῖς | δικλίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | δικλίδᾰ | τὰς | δικλίδᾰς |
| κλητική ὦ! | δικλίς* | δικλίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικλίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δικλίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δικλίς, -ίδος θηλυκό (στον Όμηρο απαντά μόνο στον πληθυντικό)
- (για πόρτες και πύλες) που έχει δύο φύλλα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 268 (267-268)
- θύραι δ᾽ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο.
- πόρτες ασφαλισμένες, | δίφυλλες, ποιος θα μπορούσε τάχα να τις παραβιάσει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- θύραι δ᾽ εὐερκέες εἰσὶ | δικλίδες· οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 268 (267-268)
Πηγές
- δικλίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.