διευθυντήριον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διευθυντήριον < διευθν(τής) + -τήριον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική directoire [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.e.fθinˈdi.ɾi.on/
παλιότερος συλλαβισμός: διευθυντήριον

Ουσιαστικό

διευθυντήριον ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.