διαχαράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαχαράζω < ελληνιστική κοινή διαχαράσσω < αρχαία ελληνική δια- + χαράσσω κατά το χαράσσω > χαράζω
Μεταφράσεις
διαχαράζω
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.