διασκεδάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασκεδάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος διασκεδάζω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασκεδάζομαι | διασκεδαζόμουν(α) | θα διασκεδάζομαι | να διασκεδάζομαι | ||
| β' ενικ. | διασκεδάζεσαι | διασκεδαζόσουν(α) | θα διασκεδάζεσαι | να διασκεδάζεσαι | (διασκεδάζου) | |
| γ' ενικ. | διασκεδάζεται | διασκεδαζόταν(ε) | θα διασκεδάζεται | να διασκεδάζεται | ||
| α' πληθ. | διασκεδαζόμαστε | διασκεδαζόμαστε διασκεδαζόμασταν |
θα διασκεδαζόμαστε | να διασκεδαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διασκεδάζεστε | διασκεδαζόσαστε διασκεδαζόσασταν |
θα διασκεδάζεστε | να διασκεδάζεστε | (διασκεδάζεστε) | |
| γ' πληθ. | διασκεδάζονται | διασκεδάζονταν διασκεδαζόντουσαν |
θα διασκεδάζονται | να διασκεδάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασκεδάστηκα | θα διασκεδαστώ | να διασκεδαστώ | διασκεδαστεί | ||
| β' ενικ. | διασκεδάστηκες | θα διασκεδαστείς | να διασκεδαστείς | διασκεδάσου | ||
| γ' ενικ. | διασκεδάστηκε | θα διασκεδαστεί | να διασκεδαστεί | |||
| α' πληθ. | διασκεδαστήκαμε | θα διασκεδαστούμε | να διασκεδαστούμε | |||
| β' πληθ. | διασκεδαστήκατε | θα διασκεδαστείτε | να διασκεδαστείτε | διασκεδαστείτε | ||
| γ' πληθ. | διασκεδάστηκαν διασκεδαστήκαν(ε) |
θα διασκεδαστούν(ε) | να διασκεδαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασκεδαστεί | είχα διασκεδαστεί | θα έχω διασκεδαστεί | να έχω διασκεδαστεί | διασκεδασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασκεδαστεί | είχες διασκεδαστεί | θα έχεις διασκεδαστεί | να έχεις διασκεδαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασκεδαστεί | είχε διασκεδαστεί | θα έχει διασκεδαστεί | να έχει διασκεδαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασκεδαστεί | είχαμε διασκεδαστεί | θα έχουμε διασκεδαστεί | να έχουμε διασκεδαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασκεδαστεί | είχατε διασκεδαστεί | θα έχετε διασκεδαστεί | να έχετε διασκεδαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασκεδαστεί | είχαν διασκεδαστεί | θα έχουν διασκεδαστεί | να έχουν διασκεδαστεί | ||
Μεταφράσεις
διασκεδάζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.