κακοφορμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακοφορμίζω < κακο- +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κακοφορμίζω, πρτ.: κακοφόρμιζα, στ.μέλλ.: θα κακοφορμίσω, αόρ.: κακοφόρμισα, μτχ.π.π.: κακοφορμισμένος

  • μολύνομαι από μικρόβιο και εμφανίζεται πύο
    η πληγή κακοφόρμισε και υπήρξε κίνδυνος ακρωτηριασμού

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.