διαπαιδαγωγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ða.ɣoˈɣu.me/ & /ðʝa.pe.ða.ɣoˈɣu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐παι‐δα‐γω‐γού‐μαι
- ομόηχο: διαπαιδαγωγούμε
Ρηματικός τύπος
διαπαιδαγωγούμαι, π.αόρ.: διαπαιδαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: διαπαιδαγωγημένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαπαιδαγωγώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.