διαμφισβητούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαμφισβητούμαι | διαμφισβητούμουν | θα διαμφισβητούμαι | να διαμφισβητούμαι | ||
| β' ενικ. | διαμφισβητείσαι | διαμφισβητούσουν | θα διαμφισβητείσαι | να διαμφισβητείσαι | ||
| γ' ενικ. | διαμφισβητείται | διαμφισβητούνταν | θα διαμφισβητείται | να διαμφισβητείται | ||
| α' πληθ. | διαμφισβητούμαστε | διαμφισβητούμασταν διαμφισβητούμαστε |
θα διαμφισβητούμαστε | να διαμφισβητούμαστε | ||
| β' πληθ. | διαμφισβητείστε | διαμφισβητούσασταν διαμφισβητούσαστε |
θα διαμφισβητείστε | να διαμφισβητείστε | διαμφισβητείστε | |
| γ' πληθ. | διαμφισβητούνται | διαμφισβητούνταν | θα διαμφισβητούνται | να διαμφισβητούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαμφισβητήθηκα | θα διαμφισβητηθώ | να διαμφισβητηθώ | διαμφισβητηθεί | ||
| β' ενικ. | διαμφισβητήθηκες | θα διαμφισβητηθείς | να διαμφισβητηθείς | διαμφισβητήσου | ||
| γ' ενικ. | διαμφισβητήθηκε | θα διαμφισβητηθεί | να διαμφισβητηθεί | |||
| α' πληθ. | διαμφισβητηθήκαμε | θα διαμφισβητηθούμε | να διαμφισβητηθούμε | |||
| β' πληθ. | διαμφισβητηθήκατε | θα διαμφισβητηθείτε | να διαμφισβητηθείτε | διαμφισβητηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαμφισβητήθηκαν διαμφισβητηθήκαν(ε) |
θα διαμφισβητηθούν(ε) | να διαμφισβητηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαμφισβητηθεί | είχα διαμφισβητηθεί | θα έχω διαμφισβητηθεί | να έχω διαμφισβητηθεί | διαμφισβητημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαμφισβητηθεί | είχες διαμφισβητηθεί | θα έχεις διαμφισβητηθεί | να έχεις διαμφισβητηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαμφισβητηθεί | είχε διαμφισβητηθεί | θα έχει διαμφισβητηθεί | να έχει διαμφισβητηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαμφισβητηθεί | είχαμε διαμφισβητηθεί | θα έχουμε διαμφισβητηθεί | να έχουμε διαμφισβητηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαμφισβητηθεί | είχατε διαμφισβητηθεί | θα έχετε διαμφισβητηθεί | να έχετε διαμφισβητηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαμφισβητηθεί | είχαν διαμφισβητηθεί | θα έχουν διαμφισβητηθεί | να έχουν διαμφισβητηθεί | ||
Μεταφράσεις
διαμφισβητούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.