διαβατέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαβατέος | ἡ | διαβατέᾱ | τὸ | διαβατέον |
| γενική | τοῦ | διαβατέου | τῆς | διαβατέᾱς | τοῦ | διαβατέου |
| δοτική | τῷ | διαβατέῳ | τῇ | διαβατέᾳ | τῷ | διαβατέῳ |
| αιτιατική | τὸν | διαβατέον | τὴν | διαβατέᾱν | τὸ | διαβατέον |
| κλητική ὦ! | διαβατέε | διαβατέᾱ | διαβατέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διαβατέοι | αἱ | διαβατέαι | τὰ | διαβατέᾰ |
| γενική | τῶν | διαβατέων | τῶν | διαβατέων | τῶν | διαβατέων |
| δοτική | τοῖς | διαβατέοις | ταῖς | διαβατέαις | τοῖς | διαβατέοις |
| αιτιατική | τοὺς | διαβατέους | τὰς | διαβατέᾱς | τὰ | διαβατέᾰ |
| κλητική ὦ! | διαβατέοι | διαβατέαι | διαβατέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαβατέω | τὼ | διαβατέᾱ | τὼ | διαβατέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | διαβατέοιν | τοῖν | διαβατέαιν | τοῖν | διαβατέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- διαβατέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβατέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.