διάδοχη

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯a.ðo.çi/ & /ˈðʝa.ðo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάδοχη
ομόηχο: διάδοχοι
τονικό παρώνυμο: διαδοχή

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διάδοχη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.