δηλονότι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δηλονότι < αρχαία ελληνική δηλονότι

Επίρρημα

δηλονότι

  1. (λόγιο) καταφανώς

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δηλονότι < δῆλόν ἐστιν ὅτι

Επίρρημα

δηλονότι

  1. είναι φανερό ότι, δηλονότι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.