πρύμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρύμα < πρύμ(η) +

Επίρρημα

πρύμα

  1. (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
    πρύμα έχω τον καιρό
    το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
    τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
  2. (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
    οι δουλειές πάνε πρύμα
    μου έρχονται όλα πρύμα

Αντώνυμα

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.