δακρυόεν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δακρυόεν: κλιτικός τύπος επιθέτου· το ουδέτερο ενικού και ως επίρρημα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δακρυόεν

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δακρυόεις
      4ος πκε αιώνας, Επιμήκης μαρμάρινη επιγραφή από την Αμοργό χαραγμένη στοιχηδόν. IG XII,7. @epigraphy.packhum.org
    Κλεομάνδρο τόδε σῆμα τὸν ἐμ πόντωι κίχε μοῖρα,
    δακρυόεν δὲ πόλει πένθος ἔθηκε θανών.
    Peter Allan Hansen, Carmina epigraphica Graeca: saeculi IV a.Chr.n. : CEG2, Τόμος 2, Berlin 1989, σελ. 124. @books.google.gr
      2ος πκε αιώνας, Επιγραφή σε κενοτάφιο από την Ρήνεια της Δήλου. GVI 633, IG XI and ID. @epigraphy.packhum.org @google.gr/books
    δακρυόεν τόδε σῆμα, καὶ εἰ κενὸν ἠρίον ἧσται,
    Φαρνάκου αὐθαίμου τ’ αἰπὺ Μύρωνος ὁμοῦ,
    τῆς Πάπου γενεᾶς οἰκτρᾶς, ξένοι, οὕς Ἀμισηνοὺ[ς]
    ναυαγοὺς Βορέου χεῖμ’ ἀποσεισαμένους
    ἀγροίκων ξιφέεσσι Σεριφιὰς ὤλεσε νῆσος,
    ἀμφὶ βαρυζήλου τέρμα βαλοῦσα τύχης.
    άλλες μορφές: αιτιατική ενικού δακρυόειν στον Απολλώνιο τον Ρόδιο (A.R. 4.1291)

Επίρρημα

δακρυόεν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.