γελάσασα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
γελάσασα
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γελάσας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 484 @greek-language.gr
- δακρυόεν γελάσασα
- γέλασε μέσα στα κλάματά της
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 484 @greek-language.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.