δαίνυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαίνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *da

Ρήμα

δαίνυμι

  1. παραδίδω συμπόσιο ή γλέντι, κάνω τραπέζι, φιλεύω, ευωχώ, τραπεζώνω
  2. (στην αιτιατική) παραθέτω πλούσιο τραπέζι σε κάποιον
  3. γλεντοκοπώ, καταβροχθίζω, τρώω
  4. (λέγεται για το δηλητήριο) καταναλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.