δαί

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

δαί < λείπει η ετυμολογία

Σύνδεσμος

δαί

  • (προφορικό) άλλη μορφή του δή μετά από ερωτηματικό τί
    τί δαὶ λέγεις σύ; τί δαί; (τι; πώς; άραγε, λοιπόν)

Ετυμολογία 2

δαί: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δαί θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.