γύψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γῡπ-
ονομαστική γύψ οἱ γῦπες
      γενική τοῦ γυπός τῶν γυπῶν
      δοτική τῷ γυπῐ́ τοῖς γυψῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν γῦπ τοὺς γῦπᾰς
     κλητική ! γύψ γῦπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γῦπε
γεν-δοτ τοῖν  γυποῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύψ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γύψ αρσενικό

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.