γυνά

Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά ετερόκλιτα
κλίση με δωρικά άρθρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γῠνα- γῠναικ-
ονομαστική γυνά ταὶ γυναῖκες
      γενική τᾶς γυναικός τᾶν γυναικῶν
      δοτική τᾷ γυναικῐ́ ταῖς γυναιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὰν γυναῖκ τὰς γυναῖκᾰς
     κλητική ! γύναι γυναῖκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὰ  γυναῖκε
γεν-δοτ ταῖν  γυναικοῖν
Τύπος από την 1η κλίση (γυνή), και τύποι από την 3η κλίση.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «γυνή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γυνά, γυναικός θηλυκό (κλίνεται όπως το γυνή)

  • δωρικός τύπος του γυνή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.