γυνά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά ετερόκλιτα κλίση με δωρικά άρθρα | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| γῠνα- γῠναικ- | ||||||||
| ονομαστική | ἁ | γυνά | ταὶ | γυναῖκες | ||||
| γενική | τᾶς | γυναικός | τᾶν | γυναικῶν | ||||
| δοτική | τᾷ | γυναικῐ́ | ταῖς | γυναιξῐ́(ν) | ||||
| αιτιατική | τὰν | γυναῖκᾰ | τὰς | γυναῖκᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | γύναι | γυναῖκες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὰ | γυναῖκε | ||||||
| γεν-δοτ | ταῖν | γυναικοῖν | ||||||
| Τύπος από την 1η κλίση (γυνή), και τύποι από την 3η κλίση. | ||||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ετερόκλιτα' όπως «γυνή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- γυνά, γυνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.