γλυμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
γλυμίζω
- λαξεύω, αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, για να δημιουργήσω ένα γλυπτό
- θρυμματίζω, τρίβω, περικόπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.