γλυμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γλυμίζω < γλύμμα (από το θέμα γλυμ-) + -ίζω

Ρήμα

γλυμίζω

  1. λαξεύω, αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, για να δημιουργήσω ένα γλυπτό
  2. θρυμματίζω, τρίβω, περικόπτω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.